κηδεύσῃς

κηδεύσῃς
κηδεύω
take charge of
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιτάφιος — α, ο 1. που βρίσκεται πάνω ή κοντά στον τάφο, ο επιτύμβιος: Επιτάφια στήλη. 2. που γίνεται στον ενταφιασμό, επικήδειος, νεκρώσιμος: Επιτάφιος λόγος. 3. το αρσ. ως ουσ., επιτάφιος, α. η ακολουθία της κήδευσης του Ιησού, που ψάλλεται τη Μεγάλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”